συντέθηκα

συντέθηκα
συντίθημι
place
perf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συντίθεμαι — συντίθεμαι, συντέθηκα βλ. πίν. 138 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνθέτω — σύνθεσα και συνέθεσα, συντέθηκα, συνθεμένος 1. ενώνω τα μέρη για σχηματισμό ενός όλου, συγκροτώ: Το ανθρώπινο σώμα μετά το θάνατο διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία έχει συντεθεί. 2. γράφω μουσικό ή λογοτεχνικό έργο: Τη μουσική αυτής της ταινίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”